ελικοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαελικοφόρος, -α, -ο, το ουδέτερο φέρεται ως ουσιαστικό για πλοία ή σκάφη
- αυτός που φέρει έλικα
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) αυτός που κινείται με έλικα
- (συνεκδοχικά): μηχανοκίνητο μέσον
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελικοφόρος
|