Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιματάλευρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αιματάλευρ
ο
τα
αιματάλευρ
α
γενική
του
αιματάλευρ
ου
των
αιματάλευρ
ων
αιτιατική
το
αιματάλευρ
ο
τα
αιματάλευρ
α
κλητική
αιματάλευρ
ο
αιματάλευρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιματάλευρο
< (
αίμα
)
αιματ-
+
άλευρο
, (
μεταφραστικό δάνειο
)
γερμανική
Blutmehl
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.maˈta.le.vɾo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
αι‐μα‐τά‐λευ‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιματάλευρο
ουδέτερο
άλευρο
που παράγεται από
αίμα
ζώων και χρησιμοποιείται ως
ζωοτροφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιματάλευρο
αγγλικά
:
blood meal
(en)
,
bloodmeal
(en)
γερμανικά
:
Blutmehl
(de)