Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλογοπάζαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλογοπάζαρ
ο
τα
αλογοπάζαρ
α
γενική
του
αλογοπάζαρ
ου
των
αλογοπάζαρ
ων
αιτιατική
το
αλογοπάζαρ
ο
τα
αλογοπάζαρ
α
κλητική
αλογοπάζαρ
ο
αλογοπάζαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλογοπάζαρο
<
αλογο-
+
παζάρ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλογοπάζαρο
ουδέτερο
μέρος
όπου πουλιούνται και αγοράζονται
άλογα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άλογο
και
παζάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλογοπάζαρο