Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξελερόμετρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αξελερόμετρ
ο
τα
αξελερόμετρ
α
γενική
του
αξελερόμετρ
ου
των
αξελερόμετρ
ων
αιτιατική
το
αξελερόμετρ
ο
τα
αξελερόμετρ
α
κλητική
αξελερόμετρ
ο
αξελερόμετρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξελερόμετρο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αξελερόμετρο
ουδέτερο
(
νεολογισμός
) το
επιταχυνσιόμετρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξελερόμετρο
αγγλικά
:
accelerometer
(en)
γαλλικά
:
accéléromètre
(fr)