Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντήλιο τα αντήλια
      γενική του αντήλιου των αντήλιων
    αιτιατική το αντήλιο τα αντήλια
     κλητική αντήλιο αντήλια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντήλιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντήλιο ουδέτερο

  • αυτό που προστατεύει από τον ήλιο, που ρίχνει σκιά ώστε να δει κάποιος καλύτερα, πχ. ένα χέρι στο μέτωπο
    ※  Απ’ την ταράτσα του ακραίου σπιτιού, που πρόβαλε σαν καστέλι, η Θωμαή Δελόγγη εξέταζε το πέλαγος με το χέρι αντήλιο. (Τάσος Αθανασιάδης (1969) Η αίθουσα του θρόνου [μυθιστόρημα])

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία