Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιολούλουδο τα αγιολούλουδα
      γενική του αγιολούλουδου των αγιολούλουδων
    αιτιατική το αγιολούλουδο τα αγιολούλουδα
     κλητική αγιολούλουδο αγιολούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιολούλουδο < άγιος + λουλούδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγιολούλουδο ουδέτερο

  1. αγιασμένο λουλούδι από τον επιτάφιο ή από εικόνα αγίου, που συνήθως το καίνε και καπνίζουν τον άρρωστο πιστεύοντας ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες
  2. (βοτανική) κοινή ονομασία του είδους Matricaria chamomilla του γένους Ματρικαρία της οικογένειας των Συνθέτων (Compositae). Άλλες κοινές ονομασίες του ίδιου φυτού είναι χαμομήλι, σταυρολούλουδο, αρμένι

  Μεταφράσεις επεξεργασία