Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριόγιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγριόγιδ
ο
τα
αγριόγιδ
α
γενική
του
αγριόγιδ
ου
των
αγριόγιδ
ων
αιτιατική
το
αγριόγιδ
ο
τα
αγριόγιδ
α
κλητική
αγριόγιδ
ο
αγριόγιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριόγιδο
<
άγριος
+
γίδι
Αγριόγιδο
που βοσκάει.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριόγιδο
ουδέτερο
ένα
γίδι
που ζει μόνο του στη φύση και δεν εκτρέφεται από κάποιον άνθρωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριόγιδο
γαλλικά
:
cabri, bouquetin
(fr)