Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριόγιδο τα αγριόγιδα
      γενική του αγριόγιδου των αγριόγιδων
    αιτιατική το αγριόγιδο τα αγριόγιδα
     κλητική αγριόγιδο αγριόγιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριόγιδο < άγριος + γίδι
 
Αγριόγιδο που βοσκάει.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριόγιδο ουδέτερο

  • ένα γίδι που ζει μόνο του στη φύση και δεν εκτρέφεται από κάποιον άνθρωπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία