• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ανικανοποίητο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανικανοποίητο τα ανικανοποίητα
      γενική του ανικανοποίητου των ανικανοποίητων
    αιτιατική το ανικανοποίητο τα ανικανοποίητα
     κλητική ανικανοποίητο ανικανοποίητα
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανικανοποίητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανικανοποίητος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ανικανοποίητο θηλυκό

  • (λόγιο) η έλλειψη ικανοποίησης

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • ανικανοποίηση

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • ικανοποίηση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ανικανοποίητο
  • → δείτε τη λέξη ανικανοποίηση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανικανοποίητο&oldid=4865410"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 14:48

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 14:48.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie