ανικανοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανικανοποίηση | οι | ανικανοποιήσεις |
γενική | της | ανικανοποίησης* | των | ανικανοποιήσεων |
αιτιατική | την | ανικανοποίηση | τις | ανικανοποιήσεις |
κλητική | ανικανοποίηση | ανικανοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανικανοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανικανοποίηση < αν- (στερητικό α-) + ικανοποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανικανοποίηση θηλυκό
- (λόγιο) η έλλειψη ικανοποίησης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανικανοποίηση