Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριομούλαρο τα αγριομούλαρα
      γενική του αγριομούλαρου των αγριομούλαρων
    αιτιατική το αγριομούλαρο τα αγριομούλαρα
     κλητική αγριομούλαρο αγριομούλαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριομούλαρο < αγριο- + μουλάρι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριομούλαρο ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία