αμερικανόπουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈno.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κα‐νό‐που‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμερικανόπουλο ουδέτερο (θηλυκό αμερικανοπούλα)
- μικρός Αμερικανός, παιδί με γονείς Αμερικανούς
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ἀμερικανόπαις (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμερικανόπουλο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αμερικανόπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας