Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμόβροχο τα ανεμόβροχα
      γενική του ανεμόβροχου των ανεμόβροχων
    αιτιατική το ανεμόβροχο τα ανεμόβροχα
     κλητική ανεμόβροχο ανεμόβροχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμόβροχο < ανεμό- + βροχ(ή) + -ο.[1] Δείτε και ανεμοβρόχι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.neˈmo.vɾo.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μό‐βρο‐χο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμόβροχο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία