αμυλάλευρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμυλάλευρο < άμυλο + άλευρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική farine d' amidon)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμυλάλευρο ουδέτερο
- (γαστρονομία) το αλεύρι που προέρχεται από το άλεσμα κάποιας αμυλώδους ουσίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμυλάλευρο
|