• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αμυλάλευρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμυλάλευρο τα αμυλάλευρα
      γενική του αμυλάλευρου των αμυλάλευρων
    αιτιατική το αμυλάλευρο τα αμυλάλευρα
     κλητική αμυλάλευρο αμυλάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αμυλάλευρο < άμυλο + άλευρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική farine d' amidon)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμυλάλευρο ουδέτερο

  • (γαστρονομία) το αλεύρι που προέρχεται από το άλεσμα κάποιας αμυλώδους ουσίας

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • καταστατό
  • νισεστές

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις άμυλο και αλεύρι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αμυλάλευρο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αμυλάλευρο&oldid=5626916"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Νοεμβρίου 2022, στις 03:17

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Νοεμβρίου 2022, στις 03:17.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας