καταστατό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταστατό < (ελληνιστική κοινή) καταστατόν < αρχαία ελληνική καθίστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταστατό ουδέτερο
- (γαστρονομία) αμυλάλευρο (ιδίως αυτό που παράγεται από ρύζι)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταστατό
|