ανεμόχορτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανεμόχορτο[1] ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη περδικάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεμόχορτο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανεμόχορτο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας