αβγοτάραχο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αβγοτάραχο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀβγοτάραχον / ἀβγοτάριχον < ἀβγόν + αρχαία ελληνική τάριχος (ψάρι καπνιστό)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vɣoˈta.ɾa.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγο‐τά‐ρα‐χο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αβγοτάραχο ουδέτερο
- (γαστρονομία) εδώδιμα διατηρημένα αβγά του ψαριού κέφαλος ή μπάφα (ιδιαίτερο προϊόν των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού)