Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπέχονο τα αμπέχονα
      γενική του αμπέχονου των αμπέχονων
    αιτιατική το αμπέχονο τα αμπέχονα
     κλητική αμπέχονο αμπέχονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπέχονο < αρχαία ελληνική ἀμπέχονον[1] < ἀμπέχω / ἀμφέχω / ἀμπίσχω < ἀμφί + ἔχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπέχονο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. κοντό κι ελαφρύ γυναικείο φόρεμα, που συγκρατιόταν με πόρπη στους ώμους κι ήταν χωρίς μανίκια, για να κινούνται ελεύθερα τα χέρια. Λίγο μακρύτερο αμπέχονο φορούσαν οι κιθαρωδοί. Αμπέχονο, μάλλινο και με μανίκια, φορούσαν κι οι στρατιώτες της Ελλάδας ως τη μέση, μέχρι το 1941.

  Μεταφράσεις επεξεργασία