αλμπάνικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλμπάνικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλμπάνικος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλμπάνικο ουδέτερο
- (παρωχημένο) το κατάστημα ενός αλμπάνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλμπάνικο
|