αλμπάνης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλμπάνης < τουρκική nalbant (πεταλωτής) < περσική نعلبند (nalband) < αραβική نعل (naʕl) "πέταλο" + περσική بند (band) "κατασκευαστής"
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλμπάνης αρσενικό
- (παρωχημένο) ο άπειρος και αδέξιος, αυτός που δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς ως επαγγελματία
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) πεταλωτής και πρακτικός κτηνίατρος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλμπάνης