Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλμπάνικος η αλμπάνικη το αλμπάνικο
      γενική του αλμπάνικου της αλμπάνικης του αλμπάνικου
    αιτιατική τον αλμπάνικο την αλμπάνικη το αλμπάνικο
     κλητική αλμπάνικε αλμπάνικη αλμπάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλμπάνικοι οι αλμπάνικες τα αλμπάνικα
      γενική των αλμπάνικων των αλμπάνικων των αλμπάνικων
    αιτιατική τους αλμπάνικους τις αλμπάνικες τα αλμπάνικα
     κλητική αλμπάνικοι αλμπάνικες αλμπάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλμπάνικος < αλμπάνης + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

αλμπάνικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία