Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλβατρο τα άλβατρα
      γενική του άλβατρου των άλβατρων
    αιτιατική το άλβατρο τα άλβατρα
     κλητική άλβατρο άλβατρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλβατρο → δείτε τη λέξη άλμπατρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλβατρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία