Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβγότσουφλο < αβγό + τσόφλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβγότσουφλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία