Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγουρόνερο τα αγγουρόνερα
      γενική του αγγουρόνερου των αγγουρόνερων
    αιτιατική το αγγουρόνερο τα αγγουρόνερα
     κλητική αγγουρόνερο αγγουρόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγουρόνερο < αγγούρ(ι) + -ό- + -νερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγουρόνερο ουδέτερο

  • χυμός αγγουριού, που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό προσώπου με τονωτικές, λευκαντικές και συσφικτικές ιδιότητες

  Μεταφράσεις επεξεργασία