αθόγαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αθόγαλο | τα | αθόγαλα |
γενική | του | αθόγαλου | των | αθόγαλων |
αιτιατική | το | αθόγαλο | τα | αθόγαλα |
κλητική | αθόγαλο | αθόγαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αθόγαλο < ανθόγαλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αθόγαλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ανθόγαλο (στα νησιά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθόγαλο
|