αντιβράχιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιβράχιο < αντι- + βραχίων + -ο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική avant-bras)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιβράχιο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιβράχιο
→ δείτε τη λέξη πήχυς |