Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμάραντο τα αμάραντα
      γενική του αμάραντου των αμάραντων
    αιτιατική το αμάραντο τα αμάραντα
     κλητική αμάραντο αμάραντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμάραντο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αμάραντος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμάραντο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

  • (φυτό) κοινή ονομασία διαφόρων ειδών φυτών, όπως του Limonium sinuatum

  Μεταφράσεις επεξεργασία