Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάραντος η αμάραντη το αμάραντο
      γενική του αμάραντου της αμάραντης του αμάραντου
    αιτιατική τον αμάραντο την αμάραντη το αμάραντο
     κλητική αμάραντε αμάραντη αμάραντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάραντοι οι αμάραντες τα αμάραντα
      γενική των αμάραντων των αμάραντων των αμάραντων
    αιτιατική τους αμάραντους τις αμάραντες τα αμάραντα
     κλητική αμάραντοι αμάραντες αμάραντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμάραντος < (ελληνιστική κοινήἀμάραντος < ἀ- + μαραίνω

  Επίθετο επεξεργασία

αμάραντος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμάραντος οι αμάραντοι
      γενική του αμάραντου των αμάραντων
    αιτιατική τον αμάραντο τους αμάραντους
     κλητική αμάραντε αμάραντοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμάραντος αρσενικό

  1. (φυτό) αγριολούλουδο με την επιστημονική ονομασία Λειμώνιο το Κολπωτό, που μαραίνεται δύσκολα. Ο ελίχρυσος.
    Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι βουνά φυτρώνει. (Δημοτικό τραγόυδι)
  2. Αμάραντος: τοπωνύμιο πολλών ελληνικών τόπων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία