αμάραντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμάραντος < (ελληνιστική κοινή) ἀμάραντος < ἀ- + μαραίνω
Επίθετο επεξεργασία
αμάραντος, -η, -ο
- που δεν έχει μαραθεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμάραντος αρσενικό
- (φυτό) αγριολούλουδο με την επιστημονική ονομασία Λειμώνιο το Κολπωτό, που μαραίνεται δύσκολα. Ο ελίχρυσος.
- Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι βουνά φυτρώνει. (Δημοτικό τραγόυδι)
- Αμάραντος: τοπωνύμιο πολλών ελληνικών τόπων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίθετο