δανειστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δανειστήριο | τα | δανειστήρια |
γενική | του | δανειστήριου & δανειστηρίου |
των | δανειστήριων & δανειστηρίων |
αιτιατική | το | δανειστήριο | τα | δανειστήρια |
κλητική | δανειστήριο | δανειστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δανειστήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δανειστήριο
|