αντισωματίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντισωματίδιο | τα | αντισωματίδια |
γενική | του | αντισωματίδιου & αντισωματιδίου |
των | αντισωματίδιων & αντισωματιδίων |
αιτιατική | το | αντισωματίδιο | τα | αντισωματίδια |
κλητική | αντισωματίδιο | αντισωματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντισωματίδιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντισωματίδιο ουδέτερο - (φυσική)
- σωματίδιο της αντιύλης το οποίο αντιστοιχεί με στοιχειώδες σωματίδιο που έχει ίδια μάζα αλλά αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο· αν συγκρούονται τα δύο αυτά σωματίδια, εξαϋλώνονται παράγοντας ενέργεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισωματίδιο
|