↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιύλη οι αντιύλες
      γενική της αντιύλης των αντιυλών
    αιτιατική την αντιύλη τις αντιύλες
     κλητική αντιύλη αντιύλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιύλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιύλη θηλυκό

  1. μορφή της ύλης στην οποία κάθε στοιχειώδες αντισωματίδιο είναι ηλεκτρικά φορτισμένο αντίθετα από το ομόλογό του της συνηθισμένης ύλης
    το ποζιτρόνιο είναι στοιχειώδες αντισωματίδιο της αντιύλης και είναι φορτισμένο θετικά, ενώ το αντίστοιχό του ηλεκτρόνιο είναι αρνητικά φορτισμένο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία