βομβύκιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βομβύκιο | τα | βομβύκια |
γενική | του | βομβύκιου & βομβυκίου |
των | βομβύκιων & βομβυκίων |
αιτιατική | το | βομβύκιο | τα | βομβύκια |
κλητική | βομβύκιο | βομβύκια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βομβύκιο ουδέτερο
- Ο μεταξοσκώληκας πλέκει το βομβύκιό του.
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βομβύκιο
|