ακουόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακουόμετρο | τα | ακουόμετρα |
γενική | του | ακουόμετρου & ακουομέτρου |
των | ακουόμετρων & ακουομέτρων |
αιτιατική | το | ακουόμετρο | τα | ακουόμετρα |
κλητική | ακουόμετρο | ακουόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαακουόμετρο ουδέτερο
- εσφαλμένη μορφή του ακοόμετρο