πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλκοολόμετρο τα αλκοολόμετρα
      γενική του αλκοολόμετρου
& αλκοολομέτρου
των αλκοολόμετρων
& αλκοολομέτρων
    αιτιατική το αλκοολόμετρο τα αλκοολόμετρα
     κλητική αλκοολόμετρο αλκοολόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλκοολόμετρο < αλκοόλ + -ο- + -μετρο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλκοολόμετρο ουδέτερο

  • όργανο χημικών εργαστηρίων που χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό περιεκτικότητας αλκοολούχων υγρών σε αλκοόλη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία