Αναλογικό βολτόμετρο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βολτόμετρο τα βολτόμετρα
      γενική του βολτόμετρου
& βολτομέτρου
των βολτόμετρων
& βολτομέτρων
    αιτιατική το βολτόμετρο τα βολτόμετρα
     κλητική βολτόμετρο βολτόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βολτόμετρο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία