βολτάμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βολτάμετρο | τα | βολτάμετρα |
γενική | του | βολτάμετρου & βολταμέτρου |
των | βολτάμετρων & βολταμέτρων |
αιτιατική | το | βολτάμετρο | τα | βολτάμετρα |
κλητική | βολτάμετρο | βολτάμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βολτάμετρο < (λόγιο δάνειο) γαλλική voltamètre < Volta + mètre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβολτάμετρο ουδέτερο
- (ηλεκτρολογία) όργανο που μετράει την ποσότητα ηλεκτρικού φορτίου μέσω της μέτρησης της μάζας του υλικού που κατακάθεται ή απελευθερώνεται στην κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση
Σημειώσεις
επεξεργασία- να μη συγχέεται με το βολτόμετρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βολτάμετρο