αρένιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρένιο | τα | αρένια |
γενική | του | αρένιου & αρενίου |
των | αρένιων & αρενίων |
αιτιατική | το | αρένιο | τα | αρένια |
κλητική | αρένιο | αρένια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική arene < aromatic + -ene < ελληνιστική κοινή ἀρωματικός < αρχαία ελληνική ἄρωμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρένιο ουδέτερο
- (χημεία) οποιοσδήποτε μονοκυκλικός ή πολυκυκλικός αρωματικός υδρογονάνθρακας που περιέχει έναν τουλάχιστον βενζολικό δακτύλιο ή ένα τουλάχιστον σύστημα με συμπυκνωμένους βενζολικούς δακτυλίους
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άρωμα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- arene στην αγγλική Βικιπαίδεια