areno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | areno | arenoj |
αιτιατική | arenon | arenojn |
areno (eo)
- η αρένα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | areno | arenoj |
αιτιατική | arenon | arenojn |
areno (eo)