βουτανονιτρίλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουτανονιτρίλιο | τα | βουτανονιτρίλια |
γενική | του | βουτανονιτρίλιου & βουτανονιτριλίου |
των | βουτανονιτρίλιων & βουτανονιτριλίων |
αιτιατική | το | βουτανονιτρίλιο | τα | βουτανονιτρίλια |
κλητική | βουτανονιτρίλιο | βουτανονιτρίλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουτανονιτρίλιο < βουτάν(ιο) + -ο- + νιτρίλιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουτανονιτρίλιο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουτανονιτρίλιο