↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουτανονιτρίλιο τα βουτανονιτρίλια
      γενική του βουτανονιτρίλιου
βουτανονιτριλίου
των βουτανονιτρίλιων
βουτανονιτριλίων
    αιτιατική το βουτανονιτρίλιο τα βουτανονιτρίλια
     κλητική βουτανονιτρίλιο βουτανονιτρίλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουτανονιτρίλιο < βουτάν(ιο) + -ο- + νιτρίλιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουτανονιτρίλιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία