• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

νιτρίλιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Σύνθετα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιτρίλιο τα νιτρίλια
      γενική του νιτρίλιου
& νιτριλίου
των νιτρίλιων
& νιτριλίων
    αιτιατική το νιτρίλιο τα νιτρίλια
     κλητική νιτρίλιο νιτρίλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
νιτρίλιο < (άμεσο δάνειο) γαλλική nitrile < nitre + -ile < λατινική nitrum < αρχαία ελληνική νίτρον (αντιδάνειο) < σημιτικής προέλευσης < αρχαία αιγυπτιακή nṯrj (
R9
)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιτρίλιο ουδέτερο

  • (χημεία) οργανική ένωση που έχει τη χαρακτηριστική ομάδα −C≡N

Σύνθετα

επεξεργασία
  • ακρυλονιτρίλιο
  • βουτανονιτρίλιο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • νιτρίλιο στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    νιτρίλιο
  • αγγλικά : nitrile (en)
  • γαλλικά : nitrile (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=νιτρίλιο&oldid=5496306"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:32

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 17:32. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας