Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιτρίλιο τα νιτρίλια
      γενική του νιτρίλιου
νιτριλίου
των νιτρίλιων
νιτριλίων
    αιτιατική το νιτρίλιο τα νιτρίλια
     κλητική νιτρίλιο νιτρίλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νιτρίλιο < (άμεσο δάνειο) γαλλική nitrile < nitre + -ile < λατινική nitrum < αρχαία ελληνική νίτρον (αντιδάνειο) < σημιτικής προέλευσης < αρχαία αιγυπτιακή nṯrj (
R9
)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νιτρίλιο ουδέτερο

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία