νιτρίλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νιτρίλιο | τα | νιτρίλια |
γενική | του | νιτρίλιου & νιτριλίου |
των | νιτρίλιων & νιτριλίων |
αιτιατική | το | νιτρίλιο | τα | νιτρίλια |
κλητική | νιτρίλιο | νιτρίλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νιτρίλιο < (άμεσο δάνειο) γαλλική nitrile < nitre + -ile < λατινική nitrum < αρχαία ελληνική νίτρον (αντιδάνειο) < σημιτικής προέλευσης < αρχαία αιγυπτιακή nṯrj (
)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανιτρίλιο ουδέτερο
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- νιτρίλιο στη Βικιπαίδεια