Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρυλονιτρίλιο τα ακρυλονιτρίλια
      γενική του ακρυλονιτρίλιου
ακρυλονιτριλίου
των ακρυλονιτρίλιων
ακρυλονιτριλίων
    αιτιατική το ακρυλονιτρίλιο τα ακρυλονιτρίλια
     κλητική ακρυλονιτρίλιο ακρυλονιτρίλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρυλονιτρίλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική acrylonitrile < λατινική acer + oleo + nitrum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρυλονιτρίλιο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία