Δείτε επίσης: Acer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

acer ουδέτερο

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική acer aceră
γενική aceris acerum
δοτική acerī acerĭbus
αιτιατική acer aceră
κλητική acer aceră
αφαιρετική acere acerĭbus
(γ' κλίση)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
acer < *hḱrós (=οξύς), συγγενές με το αρχαία ελληνική ἄκρος

  Επίθετο

επεξεργασία

acer

  1. οξύς
  2. δριμύς
  3. σφοδρός
  4. πικρός
  5. οξύθυμος, άγριος
  6. συνετός
  7. έξυπνος
  8. εύστοχος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική acer acris acre acrēs acrēs acria
γενική acris acris acris acrium acrium acrium
δοτική acrī acrī acrī acribus acribus acribus
αιτιατική acrem acrem acre acrēs acrēs acria
κλητική acer acris acre acrēs acrēs acria
αφαιρετική acri acri acri acribus acribus acribus
(Τριτόκλιτα επίθετα)
acrior
acerrimus
acriter
acrius
acerrime