Δείτε επίσης: âcre
      ενικός         πληθυντικός  
acre acres
ΔΦΑ : /āʹkə/ & /ˈeɪ.kə/
ΔΦΑ : /āʹkər/ & /ˈeɪ.kɚ/
  • ελληνική μεταγραφή προφοράς: έικρ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

acre (en)

  1. (μονάδα μέτρησης, Βρετανία, ΗΠΑ, Καναδάς) το ακρ
  2. (μεταφορικά) πάρα πολύ, κάτι τεράστιο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
acre acres

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία