↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχοντολόγιο τα αρχοντολόγια
      γενική του αρχοντολόγιου
αρχοντολογίου
των αρχοντολόγιων
αρχοντολογίων
    αιτιατική το αρχοντολόγιο τα αρχοντολόγια
     κλητική αρχοντολόγιο αρχοντολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχοντολόγιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀρχοντολόγι(ον) + -ο.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αρχοντο- + -λόγιο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.xon.doˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χο‐ντο‐λό‐γι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχοντολόγιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε και τις λέξεις άρχοντας, αρχή και λόγος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἀρχοντολόγιον, ἀρχοντολόγι σελ.1024 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)