Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βυνοσάκχαρο τα βυνοσάκχαρα
      γενική του βυνοσάκχαρου
βυνοσακχάρου
των βυνοσάκχαρων
βυνοσακχάρων
    αιτιατική το βυνοσάκχαρο τα βυνοσάκχαρα
     κλητική βυνοσάκχαρο βυνοσάκχαρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυνοσάκχαρο < βύνη + -ο- + σάκχαρο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.noˈsak.xa.ɾo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βυνοσάκχαρο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία