Δείτε επίσης: Αρεταίος, Ἀρεταῖος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αρεταίειο τα Αρεταίεια
      γενική του Αρεταίειου
Αρεταιείου
των Αρεταίειων
Αρεταιείων
    αιτιατική το Αρεταίειο τα Αρεταίεια
     κλητική Αρεταίειο Αρεταίεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρεταίειο < από το επώνυμο του δωρητή Αρεταί(ος) + -ειο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾeˈte.i.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ρε‐ταί‐ει‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρεταίειο ουδέτερο

  • (επωνυμία) νοσοκομείο της Αθήνας
    ※ Το Αρεταίειο Νοσοκομείο το 1898 άνοιξε τις πύλες του ως πρωτοπόρο Χειρουργικό και Γυναικολογικό Νοσοκομείο. Ήταν αποτέλεσμα της αγάπης του αειμνήστου δημιουργού του, Θεόδωρου Αρεταίου (1829-1893, καθηγητής της Ιατρικής), ο οποίος διέθεσε το σύνολο σχεδόν της περιουσίας του για τον σκοπό αυτόˈ' (Γεράσιμος Σιάσος, Πανεπιστημιακά νοσοκομεία, εφημερίδα Καθημερινή, 7 Αυγούστου 2020)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία