Δείτε επίσης: Αρεταίος, Αρεταίειο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀρεταῖος οἱ Ἀρεταῖοι
      γενική τοῦ Ἀρεταίου τῶν Ἀρεταίων
      δοτική τῷ Ἀρεταί τοῖς Ἀρεταίοις
    αιτιατική τὸν Ἀρεταῖον τοὺς Ἀρεταίους
     κλητική ! Ἀρεταῖε Ἀρεταῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀρεταίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀρεταίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀρεταῖος < ἀρετή, θέμα ἀρετα- + -ιος > -αῖος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀρεταῖος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία