Αρεταίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αρεταίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀρεταῖος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɾeˈte.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρε‐ταί‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρεταίος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Αρεταίος ο Καππαδόκης στη Βικιπαίδεια αρχαίος ιατρός
- Θεόδωρος Αρεταίος στη Βικιπαίδεια (1829-1893), ιατρός και ευεργέτης
Μεταγραφές
επεξεργασία- κυριλλικοί χαρακτήρες: Аретеос (→ πρβ. το όνομα Аретей)
- λατινικοί χαρακτήρες: Aretaios