Γανόδερμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γανόδερμο | τα | Γανόδερμα |
γενική | του | Γανόδερμου & Γανοδέρμου |
των | Γανόδερμων & Γανοδέρμων |
αιτιατική | το | Γανόδερμο | τα | Γανόδερμα |
κλητική | Γανόδερμο | Γανόδερμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γανόδερμα < γάνωσις (γυάλισμα) + δέρμα. Κυριολεκτικά, γλιστρόδερμο < διαγλωσσική ορολογία Ganoderma
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣaˈno.ðeɾ.ma/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓανόδερμα ουδέτερο (στον πληθυντικό)
- ταξινομικός όρος - γένος: Ganoderma, γένος πολύπορων μανιταριών που αναπτύσσονται σε ξύλο, που περιλαμβάνει περίπου 80 είδη
- (στην καθομιλουμένη) ράφια (ενικός) ή ραφιέρες (πληθυντικός), και παρενθέσεις διότι σε κάποια είδη το χρώμα είναι σκούρο εκτός από την τοξοειδή άκρη που μοιάζει με σύμβολο παρένθεσης.
Σημειώσεις
επεξεργασία- Εκτεταμένη χρήση σε ασιατικές παραδοσιακές ιατρικές, ως βιοκαθαρτικό.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ganoderma στην αγγλική Βικιπαίδεια