πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανώγειο τα ανώγεια
      γενική του ανώγειου
& ανωγείου
των ανώγειων
& ανωγείων
    αιτιατική το ανώγειο τα ανώγεια
     κλητική ανώγειο ανώγεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανώγειο ουδέτερο

  1. υπερυψωμένο ισόγειο
  2. κατασκευή ή χώρος πάνω από το ισόγειο
  3.  και δείτε τη λέξη ανώι, ανώγι

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία