Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυψομάρμαρο τα γυψομάρμαρα
      γενική του γυψομάρμαρου
γυψομαρμάρου
των γυψομάρμαρων
γυψομαρμάρων
    αιτιατική το γυψομάρμαρο τα γυψομάρμαρα
     κλητική γυψομάρμαρο γυψομάρμαρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυψομάρμαρο < γύψος + -ο- + μάρμαρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυψομάρμαρο ουδέτερο

  1. ο στόκος
  2. είδος «μαρμάρου» που κατασκευάζεται από γυψοκονία κ.ά. συστατικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία