γυψομάρμαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γυψομάρμαρο | τα | γυψομάρμαρα |
γενική | του | γυψομάρμαρου & γυψομαρμάρου |
των | γυψομάρμαρων & γυψομαρμάρων |
αιτιατική | το | γυψομάρμαρο | τα | γυψομάρμαρα |
κλητική | γυψομάρμαρο | γυψομάρμαρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυψομάρμαρο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυψομάρμαρο
|